ψυχοπονιάρικος
Смотреть что такое "ψυχοπονιάρικος" в других словарях:
ψυχοπονιάρικος — η, ο, Ν [ψυχοπονιάρης] ψυχοπονιάρης … Dictionary of Greek
ψυχοπονιάρικος — η, ο βλ. ψυχοπονιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)